- συρίτης
- συρίτης [ῑ], ου, ὁ, stone found in wolf's bladder, Plin.HN11.208.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συρίτης — ὁ, Α ονομασία λίθου στην ουροδόχο κύστη τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek